- πολύκενον
- πολύκενοςcontaining much voidmasc/fem acc sgπολύκενοςcontaining much voidneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τενθρηνιώδης — και δ. γρφ. τενθρηνώδης, ῶδες, Α [τενθρήνιον] 1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες 2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν» … Dictionary of Greek